- τειχομαχικός
- -ή, -όν, ΜΑ [τειχομαχία]1. αυτός που αναφέρεται στην τειχομαχία2. κατάλληλος για τειχομαχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τειχομαχικά — τειχομαχικός of neut nom/voc/acc pl τειχομαχικά̱ , τειχομαχικός of fem nom/voc/acc dual τειχομαχικά̱ , τειχομαχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχομαχικῶν — τειχομαχικός of fem gen pl τειχομαχικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχομαχικόν — τειχομαχικός of masc acc sg τειχομαχικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχομαχικοῖς — τειχομαχικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχομαχικήν — τειχομαχικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
τειχομαχικάς — τειχομαχικά̱ς , τειχομαχικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)